Ταραντίναρχος

Ταραντίναρχος
Τᾰραντῑναρχ-ος, ,
A squadronleader of light cavalry ([etym.] Ταραντῖνοι) , Ἀρχ.Δελτ.14 Pl. iv 19 (Thespiae, iii B.C.), SIG711 G7 (Delph., ii B.C.):—also [suff] Τᾰραντῑναρχ-άρχης, ου, , ib.697 K 6.9 (Delph., ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταραντίναρχος — και ταραντινάρχης, ὁ, Α αρχηγός, επικεφαλής ίλης ελαφρού ιππικού, τής ταραντιναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταραντῖνοι «σώμα ιππέων» + αρχος* / άρχης*] …   Dictionary of Greek

  • ταραντινάρχης — ὁ, Α βλ. ταραντίναρχος …   Dictionary of Greek

  • ταραντιναρχία — ἡ, ΜΑ [ταραντίναρχος] λόχος ιππέων από 256 άντρες, διπλή επιλαρχία …   Dictionary of Greek

  • ταραντιναρχώ — έω, Α [ταραντίναρχος] είμαι αρχηγός ταραντιναρχίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”